Εντοπίστηκε μια ακόμη παρενέργεια στον ανθρώπινο οργανισμό όταν απομακρυνόμαστε από τη Γη. |
Μπορεί η ανθρώπινη νοημοσύνη να βρήκε τρόπους ώστε να ταξιδέψει ο άνθρωπος έξω από τη Γη, να ζει σε διαστημικούς σταθμούς και οσονούπω σε βάσεις στη Σελήνη αλλά ο άνθρωπος δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε στις γήινες συνθήκες και είναι αναμενόμενο οι εντελώς διαφορετικές και ακραίες για εμάς συνθήκες του Διαστήματος να δημιουργούν προβλήματα στον ανθρώπινο οργανισμό αποτελώντας ένα ακόμη σοβαρό εμπόδιο από τα πολλά που πρέπει να ξεπεράσει η ανθρωπότητα για να μπορέσει να κυνηγήσει το όνειρο της αποίκησης άλλων κόσμων μακριά από τον πλανήτη μας .
Δεκάδες μελέτες και πειράματα που έχουν γίνει κυρίως στους αστροναύτες που ζουν για πολύ καιρό στο Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ISS) έχουν υποδείξει σειρά προβλημάτων υγείας που προκαλεί κυρίως η παραμονή σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας ή μικροβαρύτητας όπως είναι ο ακριβής επιστημονικός όρος.
Με δημοσίευση της στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences» ερευνητική ομάδα παρουσιάζει τα ευρήματα της μελέτης που πραγματοποίησε τα οποία αναδεικνύουν μια άγνωστη μέχρι σήμερα παρενέργεια της παραμονής στο Διάστημα για τον άνθρωπο.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι κατά τη διάρκεια ενός μόλις μήνα στο Διάστημα, ο κατασκευασμένος ανθρώπινος ιστός της καρδιάς αδυνάτισε, τα μοτίβα «χτύπων» του έγιναν ακανόνιστα και υπέστη μοριακές και γενετικές αλλαγές που μιμούνταν την επίδραση της γήρανσης. «Η μελέτη προσφέρει ένα χρήσιμο μέσο για τον εντοπισμό των μοριακών οδών πίσω από τις επιβλαβείς επιπτώσεις της διαστημικής πτήσης στην ανθρώπινη καρδιά» λέει ο Τζόσεφ Γου καρδιολόγος στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στην Καλιφόρνια, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
«Η μικροβαρύτητα μπορεί να είναι σκληρή για το σώμα και οι αστροναύτες που εκτίθενται σε αυτήν έχουν βιώσει καρδιαγγειακές αλλαγές, όπως ακανόνιστο καρδιακό παλμό. Αλλά η απομάκρυνση των επιπτώσεων στην καρδιά της μακράς διάρκειας διαστημικών πτήσεων – που διαρκεί για μήνες κάθε φορά – και των μοριακών αλλαγών που στηρίζουν αυτές τις αλλαγές παρέμεινε απρόσιτη» λέει Ντέοκ Χο Κιμ, βιοϊατρικός μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς στη Βαλτιμόρη, εκ των επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Η μέθοδος
Για να ξεπεράσουν αυτή την πρόκληση οι ερευνητές έστειλαν στον ISS έναν εργαστηριακά δημιουργημένο καρδιακό ιστό στον οποίο είχαν τοποθετήσει αισθητήρες οι οποίοι κατέγραφαν μια σειρά από δεδομένα για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο ιστός. Μετά από μόλις 12 μέρες η ισχύς του μηχανισμού καρδιακών συστολών είχε περιοριστεί αξιοσημείωτα. Όταν ο ιστός επέστρεψε στη Γη οι ερευνητές τον μελέτησαν και έκαναν συγκρίσεις με παρόμοιο εργαστηριακό ιστό που είχε παραμείνει στις γήινες συνθήκες. Διαπιστώθηκε ότι διάφοροι πολύτιμοι για την καρδιακή υγεία παράγοντες όπως κάποιες πρωτεΐνες και τα μιτοχόνδρια (οι μηχανισμοί παραγωγής ενέργειας εντός των κυττάρων) είχαν υποστεί σημαντικές παρενέργειες με αποτέλεσμα να προκαλούνται παρενέργειες και στον καρδιακό ιστό.
«Αν και η μέθοδος που ακολουθήσαμε με τη δημιουργία μιας μηχανικής καρδιάς που λειτουργούσε εντός ενός τσιπ είναι καινοτόμος δεν καταγράφει άλλες σημαντικές καρδιαγγειακές αλλαγές που μπορεί να συμβούν στην ανθρώπινη καρδιά, όπως η πίεση στις αρτηρίες. Όμως μια παρόμοια διάταξη θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα άλλα όργανα κινούνται κάτω από τη μικροβαρύτητα και τα σκληρά επίπεδα ακτινοβολίας. Η ικανότητα της πλατφόρμας να λειτουργεί σε περιβάλλον μικροβαρύτητας, διατηρώντας παράλληλα τη βιωσιμότητα των ιστών είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα» λέει ο Γου.
Η ερευνητική ομάδα σχεδιάζει τώρα να στείλει και άλλους ιστούς καρδιάς και οργάνων στο Διάστημα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να διερευνήσουν βαθύτερα τις επιπτώσεις της εξόδου του ανθρώπου από τη Γη. Ελπίζουν επίσης να δοκιμάσουν φάρμακα που μπορούν να εξουδετερώσουν ορισμένες από τις επιπτώσεις της μικροβαρύτητας στην καρδιά.