Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

Είναι οι μύκητες η νέα απειλή για την ανθρώπινη υγεία;


Το τελευταίο διάστημα έχει αυξηθεί παγκοσμίως η ανησυχία σχετικά με το κατά πόσο οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να εξελιχθούν σε παθογόνα που ενδέχεται να προκαλέσουν νέες πανδημίες, βλάπτοντας σε ευρεία κλίμακα τις κοινωνίες των ανθρώπων και να  προκαλέσουν νέες πανδημίες, βλάπτοντας σε ευρεία κλίμακα τις κοινωνίες των ανθρώπων

Αποτελούν ένα από τα διάσημα βασίλεια της μεγάλης κοινωνίας των μικροοργανισμών του πλανήτη, συμβάλλοντας με τον δικό τους τρόπο στη διατήρηση της ισορροπίας της φύσης. Οι μύκητες, μια ομάδα ζωντανών οργανισμών, μπορούν να εντοπιστούν σχεδόν παντού, να δημιουργήσουν τις δικές τους αποικίες –ακόμη και σε άψυχες επιφάνειες– και στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον που τους «φιλοξενεί».Πάνω σε αυτή τη διαπίστωση, το τελευταίο διάστημα έχει αυξηθεί παγκοσμίως η ανησυχία σχετικά με το κατά πόσον οι οργανισμοί αυτοί μπορούν να βλάψουν σε ευρεία κλίμακα τις κοινωνίες των ανθρώπων, να εξελιχθούν δηλαδή σε παθογόνα που μπορεί να προκαλέσουν νέες πανδημίες.

Η πρόσφατη περιπέτεια την οποία βιώσαμε με την ανεξέλεγκτη εξάπλωση του κορωνοϊού SARS-CoV-2 και την πανδημία της Covid 19, μας έχει κάνει ευρύτερα ευαίσθητους στο άκουσμα της παρουσίασης νέων μεταλλαγμένων παθογόνων. Ετσι και οι αναφορές για εκφυλισμένες μορφές μικροοργανισμών, όπως μυκήτων, προκαλεί ανησυχία αλλά εξάπτει και τη φαντασία και τα σενάρια για μια πιθανή νέα επιθετική πανδημία.


Ενα μύκητας μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός αντιβιοτικού, αλλά ενδέχεται και να προκαλέσει μια θανατηφόρο λοίμωξη κατά την είσοδό του στο ανθρώπινο οργανισμό.


Αποτελούν λοιπόν οι μύκητες τη νέα απειλή για τον άνθρωπο και τη Δημόσια Υγεία; Μπορεί. Ομως αυτό δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί. Οπως και ο πλέον διάσημος μύκητας, το μανιτάρι, μπορεί να αποτελέσει superfood, ένα άλλο συγγενικό του είδος όμως μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση. Ετσι κι ένας μύκητας μπορεί να συμβάλει από την ανάπτυξη ενός αντιβιοτικού έως και την παραγωγή γιαούρτης, αλλά ενδέχεται να προκαλέσει και μια θανατηφόρο λοίμωξη κατά την είσοδό του στο ανθρώπινο οργανισμό.

Οι επιστήμονες στους οποίους απευθυνθήκαμε αναγνωρίζουν τις απειλές, όμως δεν συνηγορούν, με βάση τα τρέχοντα δεδομένα που διαθέτουμε, στο ότι μπορεί να βρεθούμε άμεσα σε μια δεινή συλλογική κατάσταση λόγω της επίθεσης ενός μικροοργανισμού. Τα δεκάδες ή ακόμη και εκατοντάδες χιλιάδες είδη των μυκήτων μέχρι σήμερα έχουν δείξει τις «διαθέσεις» τους σε σχέση με την ανθρώπινη συνύπαρξη. Ομως διαπιστώνονται και αστάθμητοι, μη προβλεπόμενοι παράγοντες οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν τις διαθέσεις αυτές. Ενας από αυτούς είναι και η κλιματική αλλαγή.
Μύκητες και κλιματική αλλαγή

Οπως αναφέρει ο κ. Αθανάσιος Τσακρής, καθηγητής Μικροβιολογίας, διευθυντής Εργαστηρίου Μικροβιολογίας Ιατρικής Σχολής, ΕΚΠΑ, «το κλίμα επηρεάζει καθοριστικά όλα τα βιολογικά συστήματα. Η αύξηση της θερμοκρασίας και οι αλλαγές στα καιρικά μοτίβα δεν αφήνουν ανεπηρέαστα τα ενδιαιτήματα των μυκήτων, και δη των παθογόνων. Και μολονότι είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθεί ο άμεσος αντίκτυπος της κλιματικής κρίσης στις μυκητιασικές λοιμώξεις (ίσως χρειαστεί να περάσουν δεκαετίες για να κατανοήσουμε και να αποτιμήσουμε τις ακριβείς επιπτώσεις της), είναι δεδομένο ότι οι μεταβολές στο περιβάλλον συνεπάγονται μεταβολές και στον τρόπο που οι μύκητες αλληλεπιδρούν με τους ανθρώπους, με τα ζώα και τα φυτά».

Η άνοδος της θερμοκρασίας λοιπόν και τα έντονα καιρικά φαινόμενα, όπως οι ραγδαίες βροχοπτώσεις, για παράδειγμα, αναμένεται να επεκτείνουν τις περιοχές στις οποίες κάποιοι μύκητες θα μπορούν να επιβιώσουν. «Οι μετακινήσεις ανθρώπων από ερημοποιημένες περιοχές του πλανήτη (θα το δούμε να συμβαίνει ολοένα και πιο συχνά στο μέλλον) και η πληθυσμιακή υπερσυγκέντρωση σε άλλες θα δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για την εμφάνιση και μετάδοση σοβαρών μυκητιασικών λοιμώξεων», επισημαίνει ο καθηγητής.


Οι μύκητες προσαρμόζονται γρήγορα στα νέα δεδομένα και εξελίσσονται, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ιούς. Αποκτούν νέα γενετικά χαρακτηριστικά που τους κάνουν πιο ανθεκτικούς.

Θα πρέπει να τονίσουμε, δε, πως, αν και μόνο ένα μικρό ποσοστό από τα εκατομμύρια των μυκήτων που υπάρχουν στη Γη έχουν τη δυνατότητα να μολύνουν τους ανθρώπους (οι περισσότεροι δεν μπορούν να επιβιώσουν στις θερμοκρασίες του ανθρώπινου σώματος και χρειάζονται ψυχρότερα περιβάλλοντα), οι μύκητες προσαρμόζονται γρήγορα στα νέα δεδομένα και εξελίσσονται, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ιούς. Αποκτούν νέα γενετικά χαρακτηριστικά που τους κάνουν πιο ανθεκτικούς.

Σύμφωνα επίσης με τον κ. Τσακρή, ακόμα μία σημαντική παράμετρος που επηρεάζει και την εξέλιξη των μυκήτων είναι η εκτεταμένη χρήση μυκητοκτόνων τις τελευταίες δεκαετίες, που έχει συμβάλει στην αύξηση της μυκητιασικής αντοχής, πράγμα που σημαίνει ότι πολλοί μύκητες που προκαλούν ασθένειες δεν εξουδετερώνονται από τα φάρμακα που προορίζονται για τη θεραπεία μυκητιασικών λοιμώξεων.

«Ολα αυτά δημιουργούν το υπόβαθρο μιας δυνητικής απειλής, ιδιαίτερα για όσους διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να προσβληθούν από μυκητιάσεις, λόγω διαφόρων παραγόντων: άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, με αναπνευστικές παθήσεις, με αυτοάνοσα νοσήματα, διαβητικοί, ηλικιωμένοι, βρέφη και παιδιά», μας αναφέρει ο κ. Τσακρής.
O κίνδυνος που κρύβεται στα νοσοκομεία

Το τελευταίο διάστημα πάντως το ενδιαφέρον γύρω από την επικινδυνότητα της ανάπτυξης των μυκήτων ως προς την εξέλιξή τους σε παθογόνα έχει στραφεί κυρίως γύρω από την ιδιαίτερα αρνητική επίπτωση που μπορεί να έχουν στους χώρους παροχής υγειονομικής περίθαλψης. Οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις είναι μια δραματική παράμετρος στα Συστήματα Υγείας, και μάλιστα η χώρα μας φαίνεται να βρίσκεται σε μια ιδιαίτερα άσχημη θέση όσον αφορά τη διαχείρισή τους. Δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο ένας ασθενής κατά τη λήψη αγωγής σε ένα νοσοκομείο να προσβληθεί από μία λοίμωξη την οποία έχει προκαλέσει ένας μικροοργανισμός.


Κυρίως επικεντρωνόμαστε στα είδη Candida, που αποτελούν το τέταρτο κατά σειρά αίτιο ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, με 400.000 διεισδυτικές λοιμώξεις να καταγράφονται σε ετήσια βάση παγκοσμίως και το 40% να προκαλούν τον θάνατο.

Συνομιλώντας με τη Λήδα Πολίτη, βιολόγο PhD, επιδημιολόγο πεδίου στο Τμήμα Μικροβιακής Αντοχής και Λοιμώξεων που Συνδέονται με Φροντίδα Υγείας της Διεύθυνσης Επιδημιολογικής Επιτήρησης και Παρέμβασης του ΕΟΔΥ, μας ανέφερε πως γενικότερα οι μυκητικές λοιμώξεις αποτελούν παγκόσμια απειλή για την ανθρώπινη υγεία. «Περίπου 1,7 δισ. άτομα πάσχουν από μυκητιάσεις που προκαλούν κυρίως παθήσεις του δέρματος και των βλεννογόνων. Οι μύκητες που μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα είναι οι μύκητες που προσβάλλουν τους ανθρώπους στο ενδονοσοκομειακό περιβάλλον, ένα πεδίο με το οποίο ασχολείται ο ΕΟΔΥ. Κυρίως επικεντρωνόμαστε στα είδη Candida, που αποτελούν το τέταρτο κατά σειρά αίτιο ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, με 400.000 διεισδυτικές λοιμώξεις να καταγράφονται σε ετήσια βάση παγκοσμίως και το 40% να προκαλούν τον θάνατο, και στο επικίνδυνο αναδυόμενο υποείδος Candida auris. Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλοί μύκητες οι οποίοι απομονώνονται σε καθημερινή βάση στις δομές και αντιμετωπίζονται σε επίπεδο δομής».
Candida auris: Ενα αναδυόμενο επικίνδυνο παθογόνο

«Το υποείδος Candida auris έχει χαρακτηριστεί παγκοσμίως ως αναδυόμενο επικίνδυνο παθογόνο για κάποιους λόγους. Αρχικά έχει μεγάλη δυσκολία στην ταυτοποίηση και, όταν ταυτοποιείς κάτι λάθος, το χειρίζεσαι προφανώς ακατάλληλα, δίνεις ακατάλληλη θεραπευτική αγωγή και έτσι δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις σωστά τους ασθενείς. Χρειάζεται ειδική εργαστηριακή ταυτοποίηση. Επειτα, εμφανίζει συνεχώς αυξανόμενη αντοχή σε αντιμυκητιασικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία των ασθενών. Επιπλέον παράγοντας κινδύνου είναι ότι μπορεί με μεγάλη ευκολία να δημιουργήσει εστίες και συρροές σε μονάδες υγειονομικής περίθαλψης. Γι’ αυτόν τον λόγο η έγκαιρη ανίχνευση αυτού του μύκητα είναι πολύ σημαντική, ώστε να ληφθούν ειδικά μέτρα για την πρόληψη και τον έλεγχο της διασποράς», μας αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Πολίτη.

Να επισημάνουμε ότι ο εν λόγω μύκητας περιγράφηκε σχετικά πρόσφατα, το 2009, πρώτα στην Ιαπωνία, όμως άλλες πολυκεντρικές μελέτες δείχνουν ότι έχει αρχίσει να κυκλοφορεί από το 2008. Αργότερα, με την ανάλυση του γενετικού υλικού, διαπιστώθηκε ότι είχε αρχίσει να κυκλοφορεί –για παράδειγμα στη Νότια Κορέα– το 1996, αλλά ακριβώς λόγω των προβλημάτων ταυτοποίησης δεν ήξεραν ότι είχαν να κάνουν με αυτόν. Από εκεί και έπειτα, πιθανώς λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, ταυτόχρονα σχεδόν, εξαπλώνεται ταχύτατα σε όλα τα μέρη της Γης, οπότε γι’ αυτό θεωρείται ένα επικίνδυνο και αναδυόμενο παθογόνο.

«Αποτελεί ένα επιφανειακό παθογόνο και η διασπορά του στο περιβάλλον είναι δεδομένη μέσω της απόρριψής του από αποικισμένα ζώα. Καθώς ο άνθρωπος αλληλεπιδρά με ζώα και περιβάλλον, ο μύκητας βρήκε την ευκαιρία να διασπαρεί περαιτέρω. Αυτό που μας ανησυχεί στο ενδονοσοκομειακό περιβάλλον είναι οι διεισδυτικές λοιμώξεις, όταν δηλαδή ο μύκητας εισχωρεί στον οργανισμό του ανθρώπου, σε μέσο που κανονικά πρέπει να είναι άσηπτο. Ευτυχώς, έχουμε παγκοσμίως χαμηλά ποσοστά διεισδυτικών λοιμώξεων σε σχέση με τους αποικισμούς. Δεν μας ανησυχεί ιδιαίτερα ο αποικισμός των ασθενών, δηλαδή η απομόνωση του παθογόνου από το σώμα χωρίς σημάδια λοίμωξης. Βέβαια, αν δεν τηρηθούν τα σωστά μέτρα επαφής και διαχείρισης ασθενών και η υγιεινή των χεριών εντός υγειονομικών δομών, οποιοσδήποτε αποικισμός σε ασθενή ο οποίος φέρει πάνω του επεμβατικές συσκευές, π.χ. καθετήρες, μπορεί να οδηγήσει σε διεισδυτική λοίμωξη. Να αναφέρουμε ακόμη ότι ιδιαίτερο κίνδυνο διατρέχουν οι βαρέως πάσχοντες ασθενείς και οι ανοσοκατασταλμένοι. Ενας απόλυτα υγιής άνθρωπος δεν κινδυνεύει συνήθως από το παθογόνο αυτό», διευκρινίζει η κ. Πολίτη.
Παγκόσμιος συναγερμός

Σύμφωνα με τη βιολόγο, σε παγκόσμιο επίπεδο ο συναγερμός για το Candida auris χτύπησε το 2016 από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention – CDC ) των ΗΠΑ αλλά και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC). Το 2019 απομονώνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε ασθενή ο οποίος έπασχε από κυστική ίνωση. Ολη η επιδημιολογική διερεύνηση που ακολούθησε δεν μπόρεσε να αναδείξει άλλο σχετιζόμενο περιστατικό. Αργότερα όμως, στο τέλος του 2019, εμφανίστηκε σε ασθενή σε άλλο χώρο παροχής φροντίδας υγείας και από εκεί ξεκινά πλέον η διασπορά στην Ελλάδα. Να πούμε ότι σε όλο αυτό το μεσοδιάστημα, ο ΕΟΔΥ σε συνεργασία με την Ιατρική Σχολή Αθηνών ανέπτυξε κατευθυντήριες οδηγίες και αποστέλλει συνεχώς οδηγίες για τη διάγνωση, τη διερεύνηση και την αντιμετώπιση πιθανών συρροών κρουσμάτων.


Από το 2019 μέχρι και τον Αύγουστο του 2023 έχουμε καταγράψει στον ΕΟΔΥ συνολικά 794 επιβεβαιωμένα περιστατικά Candida auris από 51 νοσοκομεία, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, αλλά και στρατιωτικά, με το 55% αυτών να βρίσκονται εντός Αττικής.

Οσον αφορά την εξάπλωσή του στην Ελλάδα, η κ. Πολίτη αναφέρει: «Αν και αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να μιλάμε με ακρίβεια για την επίπτωση του συγκεκριμένου παθογόνου στους νοσηλευόμενους ασθενείς, γιατί απλά δεν έχουμε όλα τα δεδομένα από όλα τα νοσοκομεία, γνωρίζουμε ότι από το 2019 μέχρι και τον Αύγουστο του 2023 έχουμε καταγράψει στον ΕΟΔΥ συνολικά 794 επιβεβαιωμένα περιστατικά Candida auris από 51 νοσοκομεία, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, αλλά και στρατιωτικά, με το 55% αυτών να βρίσκονται εντός Αττικής. Βέβαια η δήλωση των περιστατικών έγινε υποχρεωτική με περσινή υπουργική απόφαση που προβλέπει υποχρεωτικότητα δήλωσης όλων των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων».
Πρωτόκολλα αντιμετώπισης

Για τη δε αντιμετώπιση του Candida auris, αυτό που χρειάζεται είναι, σύμφωνα με την κ. Πολίτη, «η τήρηση όλων των πρωτοκόλλων, ο σχολαστικός καθαρισμός και η απολύμανση, τόσο του θαλάμου του ασθενούς όσο και του κινητού εξοπλισμού, για τη μείωση του κινδύνου μετάδοσης. Δεν αρκεί το απλό σαπούνι, αλλά συστήνεται για τον καθαρισμό και την απομάκρυνσή του από το άψυχο περιβάλλον η χρήση απολυμαντικών με χλώριο, υπεροξείδιο του υδρογόνου ή άλλα απολυμαντικά με αντιμυκητιασική δράση. Είναι σημαντικό να ακολουθούνται οι οδηγίες του κατασκευαστή για τη χρήση των απολυμαντικών επιφάνειας, ειδικά για τον ενδεικνυόμενο χρόνο εφαρμογής του προϊόντος στην επιφάνεια προς απολύμανση. Από εκεί και πέρα, τα μέτρα της διαχείρισης και του συγκεκριμένου παθογόνου είναι αντίστοιχα με όλα τα υπόλοιπα παθογόνα. Ο μύκητας αυτός είναι επιφανειακός, μεταφέρεται με τα χέρια, μέσω επαφής με μολυσμένες επιφάνειες. Το συγκεκριμένο παθογόνο δεν μεταφέρεται με τον αέρα. Επομένως θα πρέπει να φροντίσουμε όλοι όσοι έχουν σχέση με φροντίδα ασθενών να τηρούν τα μέτρα επαφής, τη σωστή υγιεινή των χεριών και τα πρωτόκολλα ελέγχου και πρόληψης διασποράς. Δεν είναι κάτι δηλαδή το ξεχωριστό και το διαφορετικό, τα παθογόνα σε ενδονοσοκομειακό περιβάλλον χειρίζονται με συγκεκριμένα πρωτόκολλα».