Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για τη φόρτωση καυσίμων στον πυρηνικό σταθμό του Ακούγιου, που θα έχει ως αποτέλεσμα να αποκτήσει η Τουρκία επίσημα «καθεστώς πυρηνικής εγκατάστασης». Ο προβληματισμός για το έργο και η Ελλάδα.
Το ημερολόγιο γράφει 12 Μαΐου 2010. Κατά την πρώτη επίσημη επίσκεψή του στην Τουρκία, ο ρώσος πρόεδρος, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, συναντάται με τον τούρκο ομόλογό του, Αμπντουλάχ Γκιουλ, τον πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και άλλους κορυφαίους αξιωματούχους και βάζουν τα θεμέλια σε ένα εγχείρημα, για το οποίο οι πρώτες -μάταιες- προσπάθειες χρονολογούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Μόσχα και Αγκυρα υπογράφουν συμφωνία – μαμούθ για την κατασκευή πυρηνικού εργοστασίου με τέσσερις αντιδραστήρες -συνολικής ισχύος 4.456 Megawatt- στο Ακούγιου, τη νοτιοανατολική ακτή της Τουρκίας, με κόστος που ξεπερνά τα 20 δισ. δολάρια -συνεργασία που θεωρούνταν το επιστέγασμα μιας εντυπωσιακής «ομοβροντίας» διακρατικών συμφωνιών που υπέγραψαν Μεντβέντεφ και Γκιουλ.
«Θα είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία όχι μόνο θα κατασκευάσει ένα πυρηνικό εργοστάσιο, όπως κάνουμε στο Ιράν και την Ινδία, αλλά και θα είναι ιδιοκτήτης και διαχειριστής του» διατράνωνε περιχαρής ο επικεφαλής της ρωσικής ενεργειακής εταιρείας Rosatom, Σεργκέι Κιριγένκο, θυγατρική της οποίας με έδρα την Τουρκία -σε συνεργασία με κατασκευαστικές εταιρείες από τη γείτονα- θα αναλάμβανε να φέρει εις πέρας το έργο. Στόχος, το 10% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για τις ανάγκες της Τουρκίας, ίσο, δηλαδή, με τις ανάγκες της Κωνσταντινούπολης.
Ακολουθεί, λίγους μήνες αργότερα, η πυρηνική καταστροφή στη Φουκουσίμα, η οποία θέτει το εν λόγω έργο στο επίκεντρο κριτικής, καθώς δεν περνά απαρατήρητο, μεταξύ άλλων, πως η Τουρκία είναι μια έντονα σεισμογενής χώρα. Τότε, σε ένα ρεσιτάλ κυνισμού, ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιλέγει να απαντήσει στις αιτιάσεις για τους κινδύνους που εγκυμονεί η κατασκευή του Ακούγιου, λέγοντας το εξής αμίμητο: «Δεν υπάρχει επένδυση χωρίς ρίσκο».
Δώδεκα χρόνια μετά, και με μια σειρά περιβαλλοντικών κινδύνων να εγκυμονούν, ο καταστροφικός σεισμός στην Τουρκία πυροδοτεί εκ νέου συζητήσεις για την ασφάλεια των πυρηνικών εγκαταστάσεων σε σεισμογενείς περιοχές, από τη στιγμή μάλιστα που σημαντικό μέρος του έργου φτάνει στην αποπεράτωσή του. Στις 27 Απριλίου, ο πρώτος αντιδραστήρας θα αποκτήσει και επίσημα το καθεστώς πυρηνικής εγκατάστασης με τη φόρτωση καυσίμων και εντός των επόμενων μηνών θα τεθεί σε λειτουργία.
«Πρόκειται για ένα ορόσημο που σηματοδοτεί κυρίως σοβαρή αλλαγή του νομικού καθεστώτος, καθώς δημιουργεί σοβαρές υποχρεώσεις όσον αφορά την ασφάλεια, όχι σε σχέση με πυρηνικό ατύχημα, αλλά σε σχέση με τη φυσική προστασία των πυρηνικών υλικών που θα είναι πλέον παρόντα» εξηγεί στο Magazine ο πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, Χρήστος Χουσιάδας.
Σε τεχνικό επίπεδο, και μέχρι να τεθεί σε πλήρη λειτουργία ο πρώτος αντιδραστήρας, θα ακολουθήσει μια πολύπλοκη διαδικασία δοκιμών και επαληθεύσεων που θα τεκμηριώνουν ότι όλες οι παράμετροι λειτουργίας συμφωνούν με τις προδιαγραφές του σχεδιασμού.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας Αγκυρας - Μόσχας, η Rosatom έχει δεσμευτεί για την κατασκευή, διαχείριση και συντήρηση του πυρηνικού σταθμού -για τουλάχιστον 60 χρόνια, με δικαίωμα παράτασης για άλλα 20- μέχρι τον παροπλισμό του. Η ρωσική εταιρεία θα προμηθεύει, επίσης, τα καύσιμα και θα διαχειρίζεται τα παραγόμενα απόβλητα, ενώ θα βοηθήσει την Τουρκία στην εκπαίδευση του απαραίτητου ανθρώπινου δυναμικού. Σε αντάλλαγμα, η τελευταία έχει δεσμευτεί να αγοράζει την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια για 15 χρόνια σε σταθερή τιμή.
ΟΙ (ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ) ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΕΓΚΥΜΟΝΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ
Αν και η αρχική προσέγγιση βοήθησε την Τουρκία να υπερκεράσει ζητήματα που κατά διαστήματα ανέκυπταν, παρέχοντας κάποια εγγύηση ότι το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας εξυπηρετεί ειρηνικούς σκοπούς, δημιούργησε νέες προκλήσεις, σύμφωνα με τους πυρηνικούς επιστήμονες του Bulletin of the Atomic Scientists.
Κατά τον καθορισμό της στρατηγικής της, η Αγκυρα χρησιμοποίησε την ενεργειακή ασφάλεια ως προκάλυμμα για το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας, το οποίο, όπως ισχυρίστηκε, θα βοηθούσε στη μείωση της εξάρτησής της από τις εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία και το Ιράν. Όμως, το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη του πυρηνικού σταθμού στο Ακούγιου καθιστά την Τουρκία σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη ρωσική τεχνολογία.
Κι αυτό διότι στο πεδίο της ενεργειακής ασφάλειας, η πυρηνική συμφωνία δεν «λύνει τα χέρια» της γείτονος, η οποία από εδώ και στο εξής δεν θα εξαρτάται πλέον μόνο από την Gazprom, αλλά και από τη Rosatom -δύο ρωσικές κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες- για σχεδόν κάθε βήμα του προγράμματος πυρηνικής ενέργειας.
Ένα ακόμη «μελανό» σημείο για την Τουρκία αφορά τις ανάγκες για ανθρώπινο δυναμικό. Η συμφωνία απαιτεί όχι μόνο από τις ρυθμιστικές αρχές αλλά και από τους τούρκους φοιτητές πυρηνικής μηχανικής να εκπαιδεύονται στη Ρωσία. Αν και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια καλή ευκαιρία κατάρτισης για τους τελευταίους, συνεπάγεται ότι θα εξαρτάται πλήρως από τη Ρωσία μελλοντικά, δεδομένου ότι καμία άλλη χώρα δεν λειτουργεί επί του παρόντος αυτούς τους αντιδραστήρες (στο Ακούγιου θα είναι η πρώτη φορά που αντιδραστήρες VVER-1200 ρωσικού σχεδιασμού κατασκευάζονται εκτός Μόσχας).
Η Rosatom ενδέχεται, επίσης, να επιχειρήσει να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως προς αποφυγή επιβολής κυρώσεων. Ως εκ τούτου, η ρωσική εταιρεία θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να αγνοήσει ή να παραβλέψει μικροπροβλήματα κατά την κατασκευή των τεσσάρων αντιδραστήρων. Αυτό δημιουργεί πρόσθετο βάρος στην υπό σύσταση τουρκική ρυθμιστική αρχή, το προσωπικό της οποίας εκπαιδεύεται επί του παρόντος στη Ρωσία. Θα απαιτηθεί η κατάλληλη τεχνογνωσία ώστε να διασφαλιστεί η ανεξάρτητη επαλήθευση όλων των σχετικών διαδικασιών. Αλλά η διακυβερνητική συμφωνία προβλέπει η Rosatom να βοηθήσει την Τουρκία στον καθορισμό του ρυθμιστικού πλαισίου, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΣΕΙΣΜΟΥ
Πέραν τούτων των ζητημάτων, που αφορούν αμιγώς τις ρωσοτουρκικές σχέσεις, η κατασκευή ενός πυρηνικού σταθμού θέτει σε καθεστώς επαγρύπνησης γειτονικές χώρες, πόσω μάλλον όταν έχει προηγηθεί ένας καταστροφικός σεισμός, όπως αυτός της 6ης Φεβρουαρίου.
Παρά το γεγονός ότι το Ακούγιου απείχε περί τα 350 χλμ από το επίκεντρο και δεν παρατηρήθηκαν είτε ζημιές είτε ισχυρές δονήσεις, το μέγεθος του σεισμού ενέτεινε τους ήδη υπάρχοντες προβληματισμούς για τις εγκαταστάσεις που χτίζονται στην άκρη ενός μεγάλου ρήγματος.
Σύμφωνα με την Rosatom, ο σταθμός είναι σχεδιασμένος να «αντέχει ακραίες εξωτερικές επιρροές» από σεισμό μεγέθους 9 Ρίχτερ. Η πιθανότητα μιας δόνησης τέτοιου μεγέθους κοντά στο Ακούγιου «είναι περίπου 1 στις 10.000 χρόνια».
«Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες είναι ανθεκτικοί στους ισχυρούς σεισμούς. Έχουν δοκιμαστεί πυρηνικοί σταθμοί, που βρίσκονται σε σεισμογενείς περιοχές, σε σεισμούς πολλών Ρίχτερ, όπως π.χ. στην Καλιφόρνια, την Αρμενία, το Ιράν, και δεν έχουν προκύψει ζημιές, ακόμα και σε παλιάς τεχνολογίας αντιδραστήρες» παρατηρεί ο κ. Χουσιάδας, υπενθυμίζοντας πως το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα οφείλεται στην πλημμύρα του σταθμού εξαιτίας του τσουνάμι, ενώ στη γιγαντιαία σεισμική δόνηση των 9 Ρίχτερ ο αντιδραστήρας είχε αντέξει.
Όπως εξηγεί, «το ζήτημα του σεισμικού κινδύνου είναι μεν πολύ σημαντικό και λαμβάνεται υπόψη πολύ σοβαρά στον σχεδιασμό ενός πυρηνικού αντιδραστήρα, πλην όμως, θεωρείται ένας κίνδυνος που είναι αντιμετωπίσιμος, μέσω της λήψης μέτρων υψηλής αντισεισμικής προστασίας».
Το γεγονός ότι το Ακούγιου βρίσκεται στα ανοιχτά του αριστερού άκρου του ρήγματος Ανατολικής Ανατολίας, που συνδέεται με τον ισχυρό σεισμό του Φεβρουαρίου, υποδεικνύει πως ο σχεδιασμός θα έχει γίνει με βάση το ενδεχόμενο σημαντικών δονήσεων.
«Εάν έχουν τηρηθεί οι προδιαγραφές που έχουν αναπτυχθεί μετά τα τελευταία πυρηνικά ατυχήματα, κυρίως της Φουκουσίμα, θα πρέπει οι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις να θεωρούνται σχετικά ασφαλείς. Σχετικά, διότι απόλυτη ασφάλεια δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει. Ελαχιστοποιείται μεν η πιθανότητα ατυχήματος με βάση τις τελευταίες γνώσεις της επιστήμης και τις δυνατότητες της τεχνολογίας, αλλά πάντοτε, πριν από μια τέτοια μεγάλη απόφαση θα πρέπει να υπολογίζονται και οι ελάχιστες πιθανότητες ενός κινδύνου με τις γνωστές μεγάλες συνέπειες του δυνητικού ατυχήματος» επισημαίνει στο Magazine ο δρ Παντελής Οικονόμου, πρώην επιθεωρητής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ) για τη Μη Διασπορά των Πυρηνικών Οπλων.
Πάντως, κατά τον κ. Χουσιάδα, σε διεθνές επίπεδο, η σεισμικότητα δεν θεωρείται ως ο καθοριστικός παράγοντας ανησυχίας σε σχέση με την πυρηνική ασφάλεια.
Η «ΑΜΥΝΑ ΣΕ ΒΑΘΟΣ» ΚΑΙ Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΔΙΕΘΝΩΣ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
Ο ισχυρισμός ότι η επαρχία της Μερσίνης δεν είναι σεισμογενής και, ως εκ τούτου, κατάλληλη για την κατασκευή ενός τέτοιου σταθμού, καταρρίφθηκε στις 30 Ιουλίου 2015, όταν σεισμός μεγέθους 5,2 βαθμών ταρακούνησε την περιοχή. Η λεκάνη της Μεσογείου είναι σεισμικά ενεργή, ενώ στην περιοχή καταγράφεται περίπου το 10% των τσουνάμι παγκοσμίως, με τα περισσότερα από αυτά να σημειώνονται γύρω από την Ελλάδα και την Ιταλία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν καταγράφονται αξιοσημείωτα φαινόμενα και στις τουρκικές ακτές.
Σύμφωνα με τη Rosatom, μελέτη της τουρκικής αρμόδιας υπηρεσίας δείχνει πως ο χώρος στο Ακούγιου βρίσκεται στην πέμπτη κατηγορία σεισμικής ζώνης, που θεωρείται η ασφαλέστερη.
Ο σχεδιασμός περιλαμβάνει ένα εξωτερικό ενισχυμένο τείχος από μπετόν και εσωτερικό προστατευτικό κέλυφος από προεντεταμένο σκυρόδεμα, με μεταλλικά καλώδια εντός του κελύφους για επιπλέον στιβαρότητα στην κατασκευή. Επίσης, ο αντιδραστήρας, VVER-1200, περιλαμβάνει ένα επιπλέον χαρακτηριστικό ασφαλείας -έναν ατσάλινο κώνο 144 τόνων («core catcher») που, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, παγιδεύει και ψύχει λιωμένα ραδιενεργά υλικά, αναφέρει η Rosatom. H εταιρεία τονίζει, δε, πως οι ενεργειακές μονάδες με αντιδραστήρες VVER-1200 συμμορφώνονται στις απαιτήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας μετά τη Φουκουσίμα.
Όπως εξηγεί ο κ. Χουσιάδας, «οι πυρηνικοί αντιδραστήρες σχεδιάζονται με βάση μια φιλοσοφία που στην αγγλική ορολογία αποκαλείται defense in depth, δηλαδή «άμυνα σε βάθος». Αυτό σημαίνει ότι για κάθε γεγονός υπάρχουν πολλαπλές, διαδοχικές δικλίδες ασφαλείας. Για παράδειγμα, αν χαθεί το ψυκτικό νερό του αντιδραστήρα υπάρχουν αντλίες επανάψυξης που αναλαμβάνουν άμεσα, αλλά και ανεξάρτητες εφεδρικές σε αναμονή αν τυχόν δεν λειτουργήσουν οι πρώτες. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ύπαρξη πολλών, ανεξάρτητων εξωτερικών γραμμών τροφοδοσίας ηλεκτρικής ενέργειας που, αν χαθεί η πρώτη, αναλαμβάνει η δεύτερη και ούτω καθεξής, κι αν χαθούν όλες, υπάρχουν ντιζελογεννήτριες προκειμένου να μη συμβεί μπλακάουτ.
Επίσης, υπάρχουν και αντίστοιχα παθητικά συστήματα ασφαλείας. Για παράδειγμα, όπως προαναφέρθηκε, το μεγάλο κέλυφος από σίδηρο και μπετόν που καλύπτει τον αντιδραστήρα ώστε σε περίπτωση διαρροής ραδιενέργειας να εμποδιστεί η διαφυγή στην ατμόσφαιρα. Ειδικά στους αντιδραστήρες τελευταίας γενιάς -συμπεριλαμβανομένου και του Ακούγιου- ως ενδιάμεση επιπλέον γραμμή άμυνας προβλέπεται σύστημα «συγκράτησης της καρδιάς» (core catcher). Είναι μια μεγάλη κατασκευή από πολύ ανθεκτικό ατσάλι, σε μορφή υποδοχέα κάτω από την καρδιά, με σκοπό να συγκρατηθούν εκεί τα ραδιενεργά υλικά σε περίπτωση που λιώσει η καρδιά και έχει επιπλέον τρυπήσει το δοχείο».
Ωστόσο, ο ίδιος σπεύδει να επισημάνει πως τα μεγάλα πυρηνικά ατυχήματα δεν μπορούν να αποκλειστούν παρά τα τόσο προηγμένα πρότυπα ασφάλειας, όπως άλλωστε έχει δείξει η πράξη.
Ερωτηθείς αν υπάρχει κάποια Αρχή, σε διεθνές επίπεδο, η οποία ελέγχει τις εγκαταστάσεις και μπορεί να επιβάλει πρόστιμα ή μετατροπές στις υφιστάμενες υποδομές, καθιστά σαφές πως υπάρχει αυστηρός διεθνής έλεγχος μόνο όσον αφορά τα πυρηνικά υλικά και τη μη διασπορά τους, που διενεργείται από τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας.
«Όσον αφορά την πυρηνική ασφάλεια των εγκαταστάσεων δεν υπάρχει αντίστοιχο σύστημα επιτήρησης και επιβολής σε διεθνές επίπεδο. Η πυρηνική ασφάλεια των εγκαταστάσεων παραμένει εθνική δικαιοδοσία. Κάποιες δυνατότητες προσφέρουν οι διαδικασίες της διεθνούς Σύμβασης για την Πυρηνική Ασφάλεια, όπου μπορούν να τίθενται ερωτήσεις μεταξύ των κρατών-μελών» εξηγεί και προσθέτει:
«Αυτή η διαδικασία δημιουργεί ένα πλέγμα ηθικών δεσμεύσεων, χωρίς ωστόσο δυνατότητες επιβολής. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πάντως, υπάρχει η δυνατότητα διακρατικών ελέγχων και επιβολής τροποποιήσεων επί των εγκαταστάσεων των κρατών-μελών της ΕΕ. Αυτό ξεκίνησε με τη διαδικασία των stress tests και συνεχίζεται με τη διαδικασία των «θεματικών τεχνικών αξιολογήσεων» που διοργανώνονται σε όλη την ΕΕ κάθε έξι χρόνια. Στη διαδικασία, μάλιστα, συμμετέχουν ισότιμα τόσο τα πυρηνικά όσο και τα μη πυρηνικά κράτη μέλη».
Εν προκειμένω, μερίδα ειδικών θεωρεί καθησυχαστικό ότι η Τουρκία έχει δηλώσει συμμετοχή και λαμβάνει εθελοντικά μέρος στις εν λόγω δοκιμές αντοχής πυρηνικών σταθμών, ενός προγράμματος τεχνικής αξιολόγησης που σχεδιάστηκε και εφαρμόζεται μετά το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα.
Στον αντίποδα, πάντως, υπάρχουν πτυχές που έχουν προκαλέσει προβληματισμό, όπως για παράδειγμα η μεγάλη καθυστέρηση για την προσχώρηση στη Διεθνή Σύμβαση για τη διαχείριση των αναλωθέντων καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων, που ωστόσο τελικά πραγματοποιήθηκε φέτος, ή η μη προσχώρηση στη Σύμβαση Espoo που αφορά την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε διασυνοριακό πλαίσιο.
Τον Απρίλιο του 2017, δε, δημοσίευση του ΕΛΙΑΜΕΠ που υπέγραφε ο δρ. Παντελής Οικονόμου ανέφερε ότι στις πυρηνικές συμφωνίες της Αγκυρας με τη Μόσχα και το Τόκιο σχετικά με τους πυρηνικούς σταθμούς, στο Ακούγιου και τη Σινώπη αντίστοιχα, υπάρχει «επίμαχη πρόβλεψη» σχετικά με την «απόκτηση ικανότητας για παραγωγή και επεξεργασία πυρηνικών καυσίμων» (εμπλουτισμού ουρανίου και παραγωγής πλουτωνίου) έπειτα από προσωπική επιμονή του προέδρου Ερντογάν.
Οι συγκεκριμένες δραστηριότητες του πυρηνικού κύκλου, σαν μέρος ενός ειρηνικού πυρηνικού προγράμματος, δεν απαγορεύονται από το ισχύον διεθνές νομικό καθεστώς της ΝΡΤ (Nuclear Non-Proliferation Treaty). Θεωρούνται όμως γενικότερα ως η αχίλλειος πτέρνα της εν λόγω συνθήκης, διότι αποτελούν την καθοριστική προϋπόθεση για την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Γι’ αυτό έχει συμφωνηθεί άτυπα μεταξύ των μεγάλων παρόχων πυρηνικής τεχνολογίας να μη συμπεριλαμβάνονται σχετικές προβλέψεις στις πυρηνικές συμφωνίες τους με τρίτους.
Σε ό,τι αφορά το Ακούγιου, πάντως, όπως ξεκαθαρίζει ο ίδιος στο Magazine και προς αποφυγή οποιασδήποτε διαφορετικής σκέψης, είναι ένα πυρηνικό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, στο οποίο δεν θα μπορούσαν ποτέ να παραχθούν πυρηνικά όπλα. «Οι ρωσικοί αντιδραστήρες του Ακούγιου, πρώτον, δεν θα διαθέτουν το πυρηνικό καύσιμο που χρησιμοποιείται στα πυρηνικά όπλα και δεύτερον, οι εγκαταστάσεις που απαιτούνται για την παραγωγή συγκεκριμένων πυρηνικών υλικών και για την κατασκευή πυρηνικών είναι τελείως διαφορετικές. Το μόνο κοινό μεταξύ τους είναι η λέξη “
ΘΑ ΕΠΗΡΕΑΣΤΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΠΥΡΗΝΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ;
Το 1998, ερευνητές του Πανεπιστημίου Αθηνών για λογαριασμό του -τότε - υπουργείου Αιγαίου είχαν αποτιμήσει (μελετώντας πέντε σενάρια) τους κινδύνους που δημιουργούνται στο ενδεχόμενο ατυχήματος στον πυρηνικό σταθμό του Ακούγιου.
Με βάση όσα μελετήθηκαν, σε όλα τα σενάρια πλήττεται η Κύπρος, αν και σοβαρότερα σε δύο από αυτά. Η εγγύτητά της µε το σημείο όπου κατασκευάζεται ο σταθμός καθιστά τις επιπτώσεις άμεσες.
Το χειρότερο σενάριο επηρεάζει άμεσα και την Ελλάδα, όπου μέσα σε 24 ώρες το ραδιενεργό νέφος που προκαλείται έπειτα από το ατύχημα φτάνει στα νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, ενώ απαιτούνται μόλις 36 ώρες για να κάνει την εμφάνισή του στα νησιά του Κεντρικού Αιγαίου και σε τμήμα της ηπειρωτικής χώρας.
Σύμφωνα με τον κ. Χουσιάδα, το αν και πόσο θα επηρεαστεί η Ελλάδα εξαρτάται από το μέγεθος της έκλυσης και τις μετεωρολογικές συνθήκες. Μπορεί να επηρεαστεί και σοβαρά και να απαιτηθεί η λήψη μέτρων απόκρισης.
«Ας έχουμε όμως κατά νου» σημειώνει «ότι το Ακούγιου βρίσκεται μεν σε γειτονική χώρα, όχι όμως και τόσο κοντά στα σύνορά μας ώστε να απαιτηθούν δραστικά μέτρα πολιτικής προστασίας. Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι πέραν μιας ζώνης μερικών δεκάδων, μάξιμουμ 100, χιλιομέτρων από τον σταθμό οι ραδιολογικές συνέπειες δεν ξεπερνούν τα κριτήρια για λήψη επειγόντων μέτρων προστασίας, όπως π.χ. η εκκένωση ή η χορήγηση χαπιών ιωδίου.
Όσον αφορά την Ελλάδα, οι κοντινότεροι σταθμοί απέχουν από τα σύνορα πάνω από 200 χιλιόμετρα, ειδικά το Ακούγιου πάνω από 300 από το Καστελόριζο, πολύ περισσότερο από τα άλλα νησιά και την ηπειρωτική χώρα».
Η Τουρκία, άλλωστε, δεν γίνεται η μοναδική χώρα που διαθέτει πυρηνικά στην περιοχή μας. Αντίστοιχα εργοστάσια υπάρχουν στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ενώ και η Αίγυπτος έχει «βάλει πλώρη» για την κατασκευή πυρηνικής μονάδας.
Σε περίπτωση ατυχήματος, πάντως, όπως εξηγεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, μπορεί να υπάρξει μη αμελητέα ραδιενεργός ρύπανση που να έχει συνέπειες στα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και στη διάθεσή τους για κατανάλωση. «Και αναμένονται, βεβαίως, και μη ραδιολογικές συνέπειες και κοινωνική ανησυχία τόσο γενικότερα στην κοινωνική λειτουργία όσο, ίσως, και σε κάποιες οικονομικές δραστηριότητες όπως π.χ. ο τουρισμός».
Στη χώρα μας, αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο, τη ρύθμιση και την εποπτεία του τομέα πυρηνικής ενέργειας είναι η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ), η οποία το 1998 κατάρτισε για πρώτη φορά σχέδιο αντιμετώπισης πυρηνικών ατυχημάτων με βάση την εμπειρία του Τσερνόμπιλ.
Πρόσφατα, δε, το σχέδιο αναθεωρήθηκε ριζικά λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα καινούρια επιστημονικά δεδομένα, με τον κ. Χουσιάδα να ευελπιστεί να μη χρειαστεί να εφαρμοστεί, παρά μόνο σε ασκήσεις.