Πριν από περίπου 2.700 χρόνια ένας άντρας στη βορειοδυτική Κίνα θάφτηκε με μια πανοπλία που ήταν φτιαγμένη από 5.000 δερμάτινα «λέπια», ένα στρατιωτικό ένδυμα τόσο περίτεχνα κατασκευασμένο, που το σχέδιό του μοιάζει με τα αλληλοκαλυπτόμενα λέπια ενός ψαριού, διαπιστώνει μια νέα μελέτη.
«Πρόκειται για ένα ελαφρύ, εξαιρετικά αποτελεσματικό αμυντικό ένδυμα ενός μεγέθους για όλους τους στρατιώτες ενός στρατού», δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, Πάτρικ Γουέρτμαν, ερευνητής στο Ινστιτούτο Ασιατικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης.
Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα, πρόκειται για ένα πρώιμο παράδειγμα βιονικής.
Τα αλληλοκαλυπτόμενα δερμάτινα «λέπια» προστατεύουν το ανθρώπινο δέρμα από χτυπήματα, μαχαιριές και πυροβολισμούς», δήλωσε η συν-ερευνήτρια της μελέτης Μέικε Γουάγκνερ, επιστημονική διευθύντρια του τμήματος Ευρασίας του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και επικεφαλής του γραφείου του στο Πεκίνο.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν το δερμάτινο ένδυμα στο νεκροταφείο Γιανγκάι, έναν αρχαιολογικό χώρο κοντά στην πόλη Τουρφάν, η οποία βρίσκεται στο άκρο της ερήμου Τακλαμακάν.
Τοπικοί χωρικοί ανακάλυψαν το αρχαίο νεκροταφείο στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Από το 2003, οι αρχαιολόγοι έχουν ανασκάψει περισσότερες από 500 ταφές εκεί, συμπεριλαμβανομένου του τάφου όπου βρέθηκε η δερμάτινη πανοπλία. Τα ευρήματά τους δείχνουν ότι οι αρχαίοι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν το νεκροταφείο για σχεδόν 1.400 χρόνια, από τον 12ο αιώνα π.Χ. έως τον 2ο αιώνα μ.Χ.
Ενώ οι άνθρωποι αυτοί δεν άφησαν γραπτά αρχεία, οι αρχαίοι Κινέζοι ιστορικοί τους αποκαλούσαν «ανθρώπους της λεκάνης του Ταρίμ» οι οποίοι ζούσαν σε σκηνές, ήταν γεωργοί, διατηρούσαν ζώα όπως βοοειδή και πρόβατα και ήταν ικανοί ιππείς και τοξότες.
Η πανοπλία είναι ένα σπάνιο εύρημα. Η δερμάτινη πανοπλία με λέπια που ανακαλύφθηκε στον αρχαίο αιγυπτιακό τάφο του βασιλιά Τουταγχαμών, από τον 14ο αιώνα π.Χ., είναι η μόνη άλλη καλά διατηρημένη αρχαία δερμάτινη πανοπλία με «λέπια» που έχει ανακαλυφθεί.
Μια άλλη καλά διατηρημένη δερμάτινη πανοπλία του ίδιου στυλ που φυλάσσεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη, χρονολογείται από τον όγδοο έως τον τρίτο αιώνα π.Χ., αλλά η προέλευσή της είναι άγνωστη.
Οι ερευνητές βρήκαν την πανοπλία στον τάφο ενός άνδρα που πέθανε σε ηλικία περίπου 30 ετών και είχε ταφεί μαζί με διάφορα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων κάποια κεραμικά, δύο κομμάτια μάγουλων αλόγου από κέρατο και ξύλο, καθώς και το κρανίο ενός προβάτου.
«Αρχικά, η σκονισμένη δέσμη δερμάτινων κομματιών στην ταφή, δεν μας εξέπληξε», δήλωσε η Γουάγκνερ. «Εξάλλου, τα ευρήματα αρχαίων δερμάτινων αντικειμένων είναι αρκετά συνηθισμένα στο εξαιρετικά ξηρό κλίμα της λεκάνης Ταρίμ».
Μια ανακατασκευή της πανοπλίας αποκάλυψε ότι το μοναδικό αυτό αντικείμενο διέθετε 5.444 μικρά και 140 μεγαλύτερα δερμάτινα «λέπια»- πιθανότατα από δέρμα αγελάδας- τα οποία ήταν «τοποθετημένα σε οριζόντιες σειρές και συνδέονταν με δερμάτινα κορδόνια που περνούσαν μέσα από τις τρύπες», δήλωσε η Γουάγκνερ. Σύμφωνα με την ανακατασκευή, η πανοπλία θα ζύγιζε έως και 5 κιλά.
Ο Ηρόδοτος αναφέρεται σε μια παρόμοια διαμορφωμένη πανοπλία που φορούσαν οι Πέρσες στρατιώτες του πέμπτου αιώνα π.Χ., λέγοντας ότι είναι όπως «τα λέπια ενός ψαριού», πρόσθεσε η επιστήμονας.
Το αγκάθι ενός φυτού που βρήκαν σφηνωμένο στην πανοπλία, βοήθησε τους ερευνητές να την χρονολογήσουν από το 786 π.Χ. έως το 543 π.Χ. Αυτό αποδεικνύει ότι η συγκεκριμένη πανοπλία ήταν παλαιότερη από εκείνη που φορούσαν οι Πέρσες.
Ένα μοναδικό αντικείμενο
Η ανακάλυψη είναι μοναδική στο είδος της. «Δεν υπάρχει άλλη πανοπλία με «λέπια» από παλαιότερη περίοδο στην Κίνα», δήλωσε η Γουάγκνερ. «Στην ανατολική Κίνα έχουν βρεθεί θραύσματα πανοπλίας, αλλά διαφορετικού στυλ», πρόσθεσε.
Μια αναζήτηση στην ιστορία αυτού του είδους της πανοπλίας αποκάλυψε ότι οι μηχανικοί της Δυτικής Ασίας την είχαν αναπτύξει για την προστασία των οδηγών αρμάτων περίπου το 1500 π.Χ., όταν τα άρματα έγιναν μέρος του στρατού. Στη συνέχεια, αυτό το στυλ πανοπλίας εξαπλώθηκε προς το βορρά και ανατολικά στους Πέρσες και τους Σκύθες και τελικά στους Έλληνες.
«Ωστόσο για τους Έλληνες ήταν κάτι εξωτικό και προτιμούσαν άλλους τύπους πανοπλίας», δήλωσε ο Γουέρτμαν στο Live Science.
Λόγω της τοπικής μοναδικότητάς της, φαίνεται ότι η πανοπλία δεν κατασκευάστηκε στην Κίνα, δήλωσε η Γουάγκνερ. Στην πραγματικότητα, μοιάζει με στρατιωτικό εξοπλισμό της Νεοασσυρίας από τον έβδομο αιώνα π.Χ., ο οποίος παρατηρείται σε βραχογραφίες, σύμφωνα με το Βρετανικό Μουσείο.
«Εκτιμούμε ότι αυτό το κομμάτι της δερμάτινης πανοπλίας μάλλον κατασκευάστηκε στη Νεο-Ασσυριακή αυτοκρατορία και πιθανώς και στις γειτονικές περιοχές», δήλωσε ο Γουέρτμαν. Αν αυτή η θεωρία είναι σωστή, «τότε η πανοπλία του Γιανγκάι είναι μία από τις σπάνιες πραγματικές αποδείξεις μεταφοράς τεχνολογίας από τη Δύση προς την Ανατολή στην ευρασιατική ήπειρο κατά το πρώτο μισό της πρώτης χιλιετίας π.Χ.», έγραψαν οι ερευνητές στη μελέτη.
Πώς φοριόταν
Η πανοπλία προστατεύει κυρίως τον μπροστινό κορμό, τους γοφούς, την αριστερή πλευρά και το κάτω μέρος της πλάτης. «Αυτός ο σχεδιασμός ταιριάζει σε ανθρώπους διαφορετικού αναστήματος, επειδή το πλάτος και το ύψος μπορούν να ρυθμιστούν από τα κορδόνια», εξήγησε ο Γουέρτμαν. Η προστασία της αριστερής πλευράς του σήμαινε ότι ο χρήστης μπορούσε να κινεί εύκολα το δεξί του χέρι.
«Είναι η ιδανική στολή τόσο για έφιππους μαχητές όσο και για πεζούς στρατιώτες, οι οποίοι πρέπει να κινούνται γρήγορα και να βασίζονται στη σωματική τους δύναμη», πρόσθεσε.
«Τα κομμάτια από τα μάγουλα του αλόγου που βρέθηκαν στην ταφή, μπορεί να υποδεικνύουν ότι ο ιδιοκτήτης του τάφου ήταν ιππέας».
Ωστόσο, το πώς η πανοπλία κατέληξε στην ταφή του άνδρα παραμένει ένας γρίφος, είπαν οι ερευνητές. «Το αν ο κάτοχος της πανοπλίας του Γιανγκάι ήταν ξένος στρατιώτης, ο οποίος είχε μαζί του ασσυριακό εξοπλισμό και τον έφερε στην πατρίδα του, ή αν πήρε την πανοπλία από κάποιον άλλον που βρισκόταν εκεί, ή αν ο ίδιος ήταν Ασσύριος ή Βορειοκαυκάσιος που με κάποιο τρόπο είχε καταλήξει στο Τουρφάν είναι θέμα εικασιών. Όλα είναι πιθανά», είπε ο Γουέρτμαν.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε διαδικτυακά τον Νοέμβριο του 2021 στο περιοδικό «Quaternary International».
Με πληροφορίες από Live Science μέσω ertnews.gr, Εύη Τσιριγωτάκη