Τα πειράματα αυτά παρέχουν ένα «blueprint» για την ανάπτυξη εγκεφαλικών εμφυτευμάτων για την αντιμετώπιση συνδρόμων πόνου και άλλων εγκεφαλικών διαταραχών, όπως άγχος, κατάθλιψη και κρίσεις πανικού.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στις 21 Ιουνίου στο Nature Biomedical Engineering και δείχνει πως τα πειραματόζωα με τα εμφυτεύματα απομάκρυναν τα πόδια του 40% πιο αργά από πηγές ξαφνικού πόνου σε σχέση με τις φορές που αυτά ήταν απενεργοποιημένα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, αυτό υποδεικνύει πως η συσκευή μειώνει την ένταση του πόνου που βιώνουν τα τρωκτικά. Επίσης, τα ζώα που ένιωθαν ξαφνικό ή συνεχή πόνο περνούσαν περισσότερο χρόνο σε έναν θάλαμο όπου η συσκευή ήταν ενεργή από ό,τι σε έναν θάλαμο που δεν ήταν.Οι ερευνητές λένε ότι πρόκειται για την πρώτη μελέτη όπου χρησιμοποιείται ένα εγκεφαλικό εμφύτευμα- υπολογιστής για τον εντοπισμό και την ανακούφιση εξάρσεων πόνου σε πραγματικό χρόνο. Επίσης, είναι το πρώτο που στοχεύει τον χρόνιο πόνο, που συχνά εκδηλώνεται χωρίς να προκαλείται από κάποιον γνωστό «διακόπτη/ καταλύτη», σύμφωνα με τους συντελεστές της έρευνας.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν πως αυτό το εμφύτευμα προσφέρει μια αποτελεσματική στρατηγική για την αντιμετώπιση του πόνου, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα είναι παραδοσιακά δύσκολο να εντοπιστούν ή να υπάρξει διαχείρισή τους» είπε ο Τζινγκ Γουάνγκ του NYU Langone, senior study author.
Εγκεφαλικά εμφυτεύματα- υπολογιστές, που είχαν αναπτυχθεί για την αποτροπή κρίσεων επιληψίας και τον έλεγχο προσθετικών συσκευών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τέτοιους σκοπούς, σημείωσε ο Γουάνγκ. Η συγκεκριμένη τεχνολογία, γνωστή ως interface εγκεφάλου- μηχανής κλειστού κυκλώματος, εντοπίζει την εγκεφαλική δραστηριότητα σε μια περιοχή του εγκεφάλου που είναι κρίσιμης σημασίας για την επεξεργασία του πόνου. Ένας υπολογιστής που συνδέεται με τη συσκευή εντοπίζει αυτόματα ηλεκτρικά μοτίβα στον εγκέφαλο, που συνδέονται στενά με τον πόνο. Όταν εντοπίζονται ίχνη πόνου, ο υπολογιστής «πυροδοτεί» θεραπευτική διέγερση σε μια άλλη περιοχή του εγκεφάλου για την ανακούφισή του. Η συσκευή ενεργοποιείται μόνο όταν υπάρχει πόνος, οπότε ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο κατάχρησης και τις πιθανότητες ανάπτυξης αντοχής στην επίδρασή της. Ακόμη, επειδή δεν δίνει κάποια άλλη «ανταμοιβή» πέρα από την ανακούφιση πόνου, όπως κάνουν τα οπιοειδή, ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος εξάρτησης.