Θ. Δασκαλόπουλος, από το βιβλίο “Σοκολάτα – Η τροφή των Θεών”
Πριν 12.000 χρόνια περίπου, στη σκιά των μεγάλων δέντρων της ζούγκλας του Αμαζόνιου, ανατολικά από τις Άνδεις, πρωτοεμφανίζεται ένα χαμηλό θαμνώδες δέντρο, που έμελλε να γίνει γνωστό και αγαπητό, σε ολόκληρη τη γη. Οι ιθαγενείς κάποια στιγμή πρόσεξαν τους περίεργους καρπούς του, τους δοκίμασαν και κατάλαβαν ότι υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο με αυτό το δέντρο, τον άγριο πρόγονο του σημερινού κακαόδεντρου. Η γνώση πέρασε από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές. Όταν το ανθρώπινο είδος οργάνωσε τη ζωή του γύρω από τη γεωργία, το καλλιέργησε και το ενέταξε στην καθημερινή ζωή του.
Έχουμε ενδείξεις ότι το ρόφημα κακάο ήταν γνωστό στους Ολμέκους, ήδη από το 1000 πΧ. Οι πρώτες αρχαιολογικά τεκμηριωμένες καλλιέργειες του κακαόδεντρου (με την επίσημη σημερινή ονομασία Theobroma Cacao), έγιναν από τους Μάγια, χιλιάδες χρόνια περίπου, πριν από την εποχή μας. Η παρασκευή του ροφήματος κακάο, άρχισε σύντομα να γίνεται δημοφιλής. Δεκατέσσερα πήλινα αγγεία των Μάγια, που βρέθηκαν άπλυτα (στην Colha, Belize), απέδειξαν ότι έπιναν κακάο τουλάχιστον από το 600 πΧ. [3] Ο πολύτιμος καρπός του κακαόδεντρου, άρχισε να δίνει τη βασική ύλη για ένα από τα δημοφιλέστερα τρόφιμα όλων των εποχών, του οποίου οι ιδιότητες στη ψυχοσωματική σφαίρα του ανθρώπινου οργανισμού, θεωρούνται μοναδικές και σχεδόν «μαγικές».
Οι Αζτέκοι που κατοικούσαν βορειότερα, δεν είχαν το κατάλληλο κλίμα για την καλλιέργεια, αλλά αποκτούσαν μέσω του εμπορίου τεράστιες ποσότητες. Έτριβαν τους σπόρους του κακάο και με τη σκόνη τους αρωμάτιζαν ένα μίγμα από βανίλια, καλαμπόκι, κόκκινες καυτερές πιπεριές και ζεστό νερό. Ονόμαζαν αυτό το ρόφημα «ξοκολάτλ», δηλαδή «πικρό νερό», και το θεωρούσαν δυναμωτικό, χωνευτικό και φάρμακο για όλες τις ασθένειες! Το καυτό νερό είναι απαραίτητο για να απελευθερωθούν οι ενεργές ουσίες και το άρωμα του κακάο. Και σήμερα στο Μεξικό, όταν θέλουν να πουν ότι το νερό είναι καυτό, λένε «Como agua para chocolate» (όπως το νερό για σοκολάτα)[4].
Οι κόκκοι του κακάο ήταν πολύτιμοι, άξιζαν όσο το χρυσάφι, και σε κάποιες εποχές, χρησιμοποιήθηκαν και σαν πραγματικό νόμισμα στις εμπορικές συναλλαγές, π.χ. με 10 σπόρους κακάο αγόραζες ένα κουνέλι, ενώ με 100 έναν σκλάβο! Την εποχή εκείνη οι σπόροι προσφέρονταν συνήθως στους Θεούς και τους βασιλιάδες!
Όταν στα 1519 ο Ισπανός Κορτέζ κατέκτησε το Μεξικό και ανάγκασε τον βασιλιά των Ατζέκων, Μοντεζούμα, να παραδοθεί μαζί με όλους τους θησαυρούς του, ανάμεσά τους ανακάλυψε τους σπόρους του κακαόδεντρου! Ο Κορτέζ δοκίμασε το κακάο και ενθουσιάστηκε. Έστειλε μια μεγάλη ποσότητα στην Ισπανία, ξεκινώντας από τα παλάτια και τις βασιλικές αυλές. Το κακάο έγινε το ρόφημα της μόδας σε όλη την Ευρώπη! ’ρχισαν να χρησιμοποιούν μέλι αντί για πιπέρι, για να το γλυκάνουν. Στη συνέχεια το μέλι αντικαταστάθηκε από τη ζάχαρη.
Στα 1674 παρασκευάστηκε για πρώτη φορά σοκολάτα σε στερεά μορφή, σε ένα μαγαζί του Λονδίνου. Η βιομηχανική όμως παραγωγή της σοκολάτας άρχισε το 1780 στη Βαρκελώνη.
Από τον 16ο αιώνα είχαν γραφτεί πολλά για τις θεραπευτικές ιδιότητες της σοκολάτας. Το 17ο αιώνα, η ζεστή σοκολάτα είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη και ήταν το αγαπημένο ρόφημα όλων των αριστοκρατών και αυλικών της εποχής, οι οποίοι την κατανάλωναν ως αφροδισιακό και ως αντίδοτο για την κούραση και την εξάντληση.
Ο Σουηδός βοτανολόγος Λινναίος[5], ονόμασε το κακαόδεντρο Theobroma (που μεταφράζεται από τα αρχαία ελληνικά, ως «η τροφή των θεών»), προμηνύοντας έτσι την κυρίαρχη θέση της σοκολάτας, στη διατροφή του ανθρώπου! Πέρασαν αρκετά χρόνια και μόλις τον 19ο αιώνα το κακάο και κατ’ επέκταση η σοκολάτα άρχισαν να χρησιμοποιούνται και ως υλικά στη ζαχαροπλαστική. Στις μέρες μας, η σοκολάτα αποτελεί το δημοφιλέστερο διατροφικό στοιχείο στις γυναίκες και το δεύτερο δημοφιλές στους άνδρες.
Ένα πρόσφατο[6] και πρωταρχικής σημασίας δεδομένο, για την επίδραση της σοκολάτας στον άνθρωπο, είναι η ενεργοποίηση διαφορετικών περιοχών στον εγκέφαλο ανάλογα με τα 2 φύλα, κατά τη διάρκεια και μετά την κατάποση σοκολάτας έως τη φάση του κορεσμού. Όλες οι επόμενες μελέτης για τη σοκολάτα από εδώ και πέρα, θα πρέπει να περιλαμβάνουν σαν διαφορετικές παραμέτρους το ανδρικό και το γυναικείο φύλο.