«Ο αέρας και το νερό είναι αγαθά των ανθρώπων, καθήκον της ανθρωπότητας είναι να τα διαφυλάξει και για τις επόμενες γενιές». Ο Ζακ-Ιβ Κουστό, το 1988, με αυτήν την αναγγελία έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας!
«Il faut aller voir» συνήθιζε να λέει. «Πρέπει να πάμε να δούμε» μεταφραζόμενο στα ελληνικά. Αυτή ήταν η αγαπημένη φράση τού ανθρώπου που αγάπησε τη θάλασσα όσο κανείς άλλος.
Η αναγέννηση του διάσημου σκάφους «Καλυψώ» φέρνει ξανά στην επιφάνεια τη ζωή και το έργο ενός μεγάλου θαλασσοπόρου και εξερευνητή, μιας προσωπικότητας που γοήτευσε με τα ντοκιμαντέρ και με τις έρευνες στις οποίες συμμετείχε. Ο λόγος για τον Ζακ-Ιβ Κουστό, τον άνθρωπο που γέμισε με μπλε τις οθόνες των τηλεοράσεων και καθήλωσε εκατομμύρια ανθρώπων με τις κινηματογραφήσεις του υποβρύχιου «σιωπηλού κόσμου», όπως ο ίδιος αποκαλούσε τον κόσμο της θάλασσας.
Γεννημένος το 1910 στην πόλη Σαν Αντρέ ντε Κουμπζάκ, μια μικρή κωμόπολη κοντά στο ...
Μπορντό, ο Κουστό είχε ομολογουμένως πολυτάραχη ζωή και από μικρός έδειξε σημάδια ανήσυχου πνεύματος. Πολυμήχανος, μεθοδικός και πάνω από όλα αποτελεσματικός, ο Κουστό είχε αρκετές ειδικότητες: ωκεανογράφος, εξερευνητής, συγγραφέας, φωτογράφος, κινηματογραφιστής, καθώς και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ. Γιος του δικηγόρου Ντανιέλ Κουστό, ο μικρός Ζακ-Ιβ έμαθε μπάνιο σε ηλικία τεσσάρων ετών (όχι σύνηθες για την εποχή) και κόλλησε το μικρόβιο των θαλασσών από έναν Αμερικανό επιχειρηματία που είχε πάθος με τα ταξίδια και στον οποίο εργαζόταν ο πατέρας του ως νομικός σύμβουλος. Στην εφηβεία του έδειξε ενδιαφέρον για τις μηχανές. Την ίδια περίοδο γοητεύτηκε από τον κινηματογράφο και αγόρασε την πρώτη του οικιακή κάμερα.
Το 1933 κατατάχθηκε στο Γαλλικό Ναυτικό ως αξιωματικός Πυροβολικού. Υπηρέτησε ως πλοίαρχος στο Γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τιμήθηκε με διάφορα παράσημα και αποστρατεύτηκε το 1948 με τον βαθμό του αρχιπλοιάρχου.
Επειδή αγαπούσε πολύ αυτό που έκανε, ο Κουστό καταπιάστηκε με τη δημιουργία μιας στολής που θα επέτρεπε στον δύτη να βλέπει καθαρά στον βυθό, να έχει αρκετό οξυγόνο και να προστατεύει το σώμα του από τις απότομες μεταβολές της θερμοκρασίας στα μεγάλα βάθη. Το 1936, εμπνευσμένος από τα περίεργα γυαλιά που φορούσαν οι αλιείς μαργαριταριών, κατασκεύασε την πρώτη μάσκα καταδύσεων. Ταυτόχρονα, έφτιαξε και μια αδιάβροχη θήκη για την κάμερα, ώστε να μπορεί να κινηματογραφεί όσα έβλεπε. Υστερα από πολλές δοκιμές και με τη βοήθεια του μηχανικού Εμίλ Γκανιάν κατάφερε το 1943 να τελειοποιήσει την πρώτη ολοκληρωμένη στολή αυτόνομης κατάδυσης.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κουστό έπεισε τις στρατιωτικές και πολιτικές αρχές της Γαλλίας να δημιουργήσουν μια υποβρύχια ερευνητική ομάδα κι έτσι το 1950 ιδρύθηκε η Γαλλική Ωκεανογραφική Υπηρεσία και δύο χρόνια αργότερα το Κέντρο Εξελιγμένων Θαλασσίων Ερευνών, ιδρύματα στα οποία διατέλεσε πρόεδρος. Εξάλλου, είχε ήδη ξεκινήσει τα γυρίσματα και την παραγωγή των πρώτων ντοκιμαντέρ για τα οποία βραβεύτηκε και στο Φεστιβάλ των Καννών.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 αγόρασε ένα παλιό ναρκαλιευτικό σκάφος, το οποίο με κατάλληλες παρεμβάσεις το μετέτρεψε σε εξερευνητικό και έτσι προέκυψε η θρυλική «Καλυψώ». Με την αγαπημένη του «Καλυψώ» ξεκίνησε το 1955 ένα μεγάλο ταξίδι 13.800 μιλίων, που τον οδήγησε στα βάθη όλων των ωκεανών του πλανήτη, με σκοπό να καταγράψει με την κάμερά του όλα όσα συνάντησε. Ακολουθώντας τα βήματα των μεγάλων εξερευνητών της ιστορίας έδωσε απαντήσεις σε αρκετά γεωλογικά φαινόμενα, ενώ παρατήρησε και κατέγραψε τη ζωή και τη συμπεριφορά θαλάσσιων οργανισμών.
Στη διάρκεια της ζωής του γύρισε εκατοντάδες ντοκιμαντέρ και ταινίες που έχουν τεράστια επιστημονική αξία, ενώ πολλά από αυτά βραβεύτηκαν με ανώτερες διακρίσεις (ανάμεσά τους δύο Oscar και δέκα Emmy).
Με την κινηματογραφική δεινότητά του αποτύπωσε τις πληροφορίες και στο χαρτί γράφοντας το 1953 τον «Σιωπηλό κόσμο», βιβλίο που πούλησε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφράστηκε σε είκοσι δύο γλώσσες. Αργότερα, ακολούθησαν το βιβλίο «Κόσμος χωρίς ήλιο» (1965) και η 21τομη εγκυκλοπαίδεια «Ο κόσμος του ωκεανού», που γράφτηκε από το 1973 μέχρι το 1978.
Οι βουτιές στο Αιγαίο
Ο Ζακ-Ιβ Κουστό αγάπησε με πάθος τη θάλασσα και τον αγάπησε κι αυτή. Από το πεδίο του ενδιαφέροντός του δεν ξέφυγε η Μεσόγειος, ούτε βεβαίως η Ελλάδα. Με μεγάλο μεράκι απαθανάτισε στη θρυλική ταινία του «Ο κόσμος της σιωπής» το δύσκολο έργο των Ελλήνων σφουγγαράδων που μοχθούσαν μέσα στα βαριά και δυσκίνητα σκάφανδρα.
Στα τέλη της δεκαετίας του '50 επισκέφθηκε πάλι το Αιγαίο για ένα πρόγραμμα μελέτης των νερών της Μεσογείου, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του '70 ο μεγάλος θαλασσοπόρος κατέπλευσε στην Ελλάδα με το μυθικό πλοίο του «Καλυψώ».
Το αποτέλεσμα του ταξιδιού -που έγινε με την παρότρυνση του υπουργείου Εξωτερικών και μεσολαβητή τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού- ήταν μια εντυπωσιακή σειρά ταινιών του Ζακ-Ιβ Κουστό με τίτλο «Αναζητώντας τη χαμένη Ατλαντίδα».
Εκτός από το βαθυσκάφος, που επέτρεπε την κάθοδο σε μεγάλα βάθη, όπως στην καλντέρα της Σαντορίνης, το ελικόπτερό του «Καλυψώ» πραγματοποιούσε φωτογραφικές και κινηματογραφικές λήψεις από αέρος. Οι προσπάθειες είχαν εστιαστεί σε συγκεκριμένες περιοχές όπου υπήρχαν γνωστά ναυάγια, βυθισμένες αρχαιότητες ή σημεία όπου υπήρχαν υποψίες για λείψανα του παρελθόντος.
Οι έρευνες έφτασαν και στο σημείο όπου ήταν βυθισμένο το πλοίο-νοσοκομείο «Βρετανικός», το αδελφό πλοίο του «Τιτανικού», που βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ της Κέας και της Μακρονήσου.
Το ταξίδι του «Καλυψώ» συνεχίστηκε από τις Κυκλάδες στο νότιο Ιόνιο, από την Πύλο στον Κορινθιακό κόλπο και στην Κρήτη και από τις ακτές της μεγαλονήσου στη θέση του ναυαγίου των Αντικυθήρων.
Η πολυτάραχη ζωή και το τελειωτικό χτύπημα
Η προσωπική ζωή του μεγάλου εξερευνητή ήταν ομολογουμένως πολυτάραχη, ειδικά προς το τέλος του βίου του. Το 1937 παντρεύτηκε τη Σιμόν Μελχιόρ, η οποία τον ακολουθούσε σε όλα τα ταξίδια του και τις αποστολές. Μαζί έζησαν την περιπέτεια και απέκτησαν δύο γιους, τον Ζαν-Μισέλ και τον Φιλίπ. Η μεγάλη κατηφόρα για τον Κουστό ήρθε το 1989, όταν εντελώς ξαφνικά έχασε τον γιο του Φιλίπ, τον οποίο προόριζε για διάδοχό του, ενώ έναν χρόνο αργότερα πέθανε και η γυναίκα του. Εκείνη την περίοδο υποχρεώθηκε να συνεργαστεί με τον μεγαλύτερο γιο του, με τον οποίο όμως διατηρούσε πολύ κακές σχέσεις. Οι συνεχείς τριβές οδήγησαν τον Ζαν-Μισέλ να αποχωρήσει το 1992 από το ίδρυμα Κουστό που είχε δημιουργηθεί στο μεταξύ.
Εναν χρόνο μετά τον θάνατο της συζύγου του και σε ηλικία 81 ετών παντρεύτηκε τη Φρανσίτ Τριπλέ, παλιά του σχέση, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά στις αρχές της δεκαετίας του '80. Το τελειωτικό χτύπημα για τον ηλικιωμένο εξερευνητή ήρθε το 1996, όταν το θρυλικό «Καλυψώ» προσάραξε σε ύφαλο στο λιμάνι της Σιγκαπούρης με αποτέλεσμα να βυθιστεί. Εναν χρόνο αργότερα, ο Κουστό πέθανε από καρδιακή προσβολή στο Παρίσι σε ηλικία 87 ετών. Η εικόνα τού πολύ αδύνατου Γάλλου με το πλατύ χαμόγελο και τα μεγάλα μάτια θα μείνει χαραγμένη σε εκατομμύρια τηλεθεατές όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τα λόγια του για τον υδάτινο κόσμο κρύβουν μέσα τους το απαύγασμα μιας εμπειρίας που λίγοι άνθρωποι πάνω στη γη κατάφεραν να ζήσουν και να την κάνουν κτήμα τους: «Η θάλασσα είναι η ενσάρκωση μιας υπερφυσικής, θαυμαστής ύπαρξης. Εκεί είμαι ελεύθερος!»
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΤΟΥΝΑΣ